Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλαιοβαφής
ἐλαιόβροχος
ἐλαιόγαρον
ἐλαιοδόκος
ἐλαιοθεσία
ἐλαιοθέσιον
ἐλαιοθετέω
ἐλαιοθέτης
ἐλαιόθηλος
ἐλαιοκάπηλος
ἐλαιοκομέω
ἐλαιοκομία
ἐλαιοκομικός
ἐλαιοκόμιον
ἐλαιοκόμος
ἐλαιοκονία
ἐλαιοκόνιον
ἐλαιολογέω
ἐλαιολόγος
ἐλαιόμελι
ἐλαιομετρέω
View word page
ἐλαιοκομέω
cultivate olives

ShortDef

cultivate olives

Debugging

Headword:
ἐλαιοκομέω
Headword (normalized):
ἐλαιοκομέω
Headword (normalized/stripped):
ελαιοκομεω
IDX:
28311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28312
Key:

Data

{'content': 'cultivate olives'}