Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐλάϊνος
ἐλαιοβαφής
ἐλαιόβροχος
ἐλαιόγαρον
ἐλαιοδόκος
ἐλαιοθεσία
ἐλαιοθέσιον
ἐλαιοθετέω
ἐλαιοθέτης
ἐλαιόθηλος
ἐλαιοκάπηλος
ἐλαιοκομέω
ἐλαιοκομία
ἐλαιοκομικός
ἐλαιοκόμιον
ἐλαιοκόμος
ἐλαιοκονία
ἐλαιοκόνιον
ἐλαιολογέω
ἐλαιολόγος
ἐλαιόμελι
View word page
ἐλαιοκάπηλος
oil-dealer
ShortDef
oil-dealer
Debugging
Headword:
ἐλαιοκάπηλος
Headword (normalized):
ἐλαιοκάπηλος
Headword (normalized/stripped):
ελαιοκαπηλος
IDX:
28310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28311
Key:
Data
{'content': 'oil-dealer'}