Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλαΐνεος
ἐλάϊνος
ἐλαιοβαφής
ἐλαιόβροχος
ἐλαιόγαρον
ἐλαιοδόκος
ἐλαιοθεσία
ἐλαιοθέσιον
ἐλαιοθετέω
ἐλαιοθέτης
ἐλαιόθηλος
ἐλαιοκάπηλος
ἐλαιοκομέω
ἐλαιοκομία
ἐλαιοκομικός
ἐλαιοκόμιον
ἐλαιοκόμος
ἐλαιοκονία
ἐλαιοκόνιον
ἐλαιολογέω
ἐλαιολόγος
View word page
ἐλαιόθηλος
nurturing olives

ShortDef

nurturing olives

Debugging

Headword:
ἐλαιόθηλος
Headword (normalized):
ἐλαιόθηλος
Headword (normalized/stripped):
ελαιοθηλος
IDX:
28309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28310
Key:

Data

{'content': 'nurturing olives'}