Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκλεής
ἀκλεΐα
ἄκλειστος
ἄκλεπτος
ἀκληρέω
ἀκλήρημα
ἀκληρία
ἀκληρονόμητος
ἄκληρος
ἀκληρούχητος
ἀκληρωτεί
ἀκλήρωτος
ἀκλητί
ἄκλητος
ἀκλινής
ἀκλισία
ἄκλιτος
ἀκλόνητος
ἄκλονος
ἀκλοπεία
ἄκλοπος
View word page
ἀκληρωτεί
without casting lots

ShortDef

without casting lots

Debugging

Headword:
ἀκληρωτεί
Headword (normalized):
ἀκληρωτεί
Headword (normalized/stripped):
ακληρωτει
IDX:
2830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2831
Key:

Data

{'content': 'without casting lots'}