Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκχυσις
ἐκχυτήριον
ἐκχύτης
ἔκχυτος
ἐκχυτρίζω
ἐκχωνεύω
ἐκχώννυμι
ἐκχωρέω
ἐκχώρησις
ἐκχωρητέον
ἐκχωρητικός
ἐκχωρίζω
ἔκψυξις
ἐκψύχω
ἐκψωμίζω
ἑκών
ἕλα
ἐλάδιον
ἐλαία
ἐλαίαγνος
ἐλαιακόνη
View word page
ἐκχωρητικός
concessory

ShortDef

concessory

Debugging

Headword:
ἐκχωρητικός
Headword (normalized):
ἐκχωρητικός
Headword (normalized/stripped):
εκχωρητικος
IDX:
28283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28284
Key:

Data

{'content': 'concessory'}