Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκφρύττω
ἔκφρων
ἐκφυγή
ἐκφυής
ἐκφυλάσσω
ἐκφυλλοφορέω
ἐκφυλλοφόρησις
ἔκφυλος
ἔκφυμα
ἐκφυσάω
ἐκφύσημα
ἐκφύσησις
ἔκφυσις
ἐκφυτευω
ἐκφύω
ἐκφωνέω
ἐκφώνησις
ἐκχαλάω
ἐκχαλινόω
ἐκχαλκεύω
ἐκχαραδρόω
View word page
ἐκφύσημα
pustule
ShortDef
pustule
Debugging
Headword:
ἐκφύσημα
Headword (normalized):
ἐκφύσημα
Headword (normalized/stripped):
εκφυσημα
IDX:
28233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28234
Key:
Data
{'content': 'pustule'}