Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκφοβος
ἐκφοινίσσω
ἐκφοιτάω
ἐκφοίτησις
ἐκφορά
ἐκφορέω
ἐκφοριαστής
ἐκφορίζω
ἐκφορικός
ἐκφόριον
ἐκφορόομαι
ἔκφορος
ἐκφορτίζομαι
ἐκφούγιν
ἐκφράζω
ἐκφρακτικός
ἔκφραξις
ἔκφρασις
ἐκφράσσω
ἐκφραστέον
ἐκφραστικός
View word page
ἐκφορόομαι
to be worn into holes

ShortDef

to be worn into holes

Debugging

Headword:
ἐκφορόομαι
Headword (normalized):
ἐκφορόομαι
Headword (normalized/stripped):
εκφοροομαι
IDX:
28205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28206
Key:

Data

{'content': 'to be worn into holes'}