Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκφόβησις
ἐκφοβητικός
ἐκφόβητρον
ἔκφοβος
ἐκφοινίσσω
ἐκφοιτάω
ἐκφοίτησις
ἐκφορά
ἐκφορέω
ἐκφοριαστής
ἐκφορίζω
ἐκφορικός
ἐκφόριον
ἐκφορόομαι
ἔκφορος
ἐκφορτίζομαι
ἐκφούγιν
ἐκφράζω
ἐκφρακτικός
ἔκφραξις
ἔκφρασις
View word page
ἐκφορίζω
exhaust by parturition

ShortDef

exhaust by parturition

Debugging

Headword:
ἐκφορίζω
Headword (normalized):
ἐκφορίζω
Headword (normalized/stripped):
εκφοριζω
IDX:
28202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28203
Key:

Data

{'content': 'exhaust by parturition'}