Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκφοβέω
ἐκφόβημα
ἐκφόβησις
ἐκφοβητικός
ἐκφόβητρον
ἔκφοβος
ἐκφοινίσσω
ἐκφοιτάω
ἐκφοίτησις
ἐκφορά
ἐκφορέω
ἐκφοριαστής
ἐκφορίζω
ἐκφορικός
ἐκφόριον
ἐκφορόομαι
ἔκφορος
ἐκφορτίζομαι
ἐκφούγιν
ἐκφράζω
ἐκφρακτικός
View word page
ἐκφορέω
to carry out
ShortDef
to carry out
Debugging
Headword:
ἐκφορέω
Headword (normalized):
ἐκφορέω
Headword (normalized/stripped):
εκφορεω
IDX:
28200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28201
Key:
Data
{'content': 'to carry out'}