Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκίχητος
ἀκίων
ἀκκίζομαι
ἀκκιπήσιος
ἀκκισμός
ἀκκιστικός
ἀκκώ
ἀκλάρωτος
ἄκλαστος
ἀκλαυστεί
ἄκλαυτος
ἀκλεής
ἀκλεΐα
ἄκλειστος
ἄκλεπτος
ἀκληρέω
ἀκλήρημα
ἀκληρία
ἀκληρονόμητος
ἄκληρος
ἀκληρούχητος
View word page
ἄκλαυτος
unlamented

ShortDef

unlamented

Debugging

Headword:
ἄκλαυτος
Headword (normalized):
ἄκλαυτος
Headword (normalized/stripped):
ακλαυτος
IDX:
2819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2820
Key:

Data

{'content': 'unlamented'}