Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἄγανος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγανῶπις
ἀγάνωρ
ἀγάνωτος
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπατός
ἀγαπάω
ἀγάπη
ἀγάπημα
Ἀγαπήνωρ
ἀγαπήνωρ
ἀγάπησις
ἀγαπητέος
ἀγαπητικός
View word page
ἀγάομαι
admiring

ShortDef

admiring

Debugging

Headword:
ἀγάομαι
Headword (normalized):
ἀγάομαι
Headword (normalized/stripped):
αγαομαι
IDX:
281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-282
Key:

Data

{'content': 'admiring'}