Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκφλογίζω
ἐκφλόγωσις
ἐκφλοΐζω
ἐκφλύζω
ἐκφλυνδάνω
ἐκφοβέω
ἐκφόβημα
ἐκφόβησις
ἐκφοβητικός
ἐκφόβητρον
ἔκφοβος
ἐκφοινίσσω
ἐκφοιτάω
ἐκφοίτησις
ἐκφορά
ἐκφορέω
ἐκφοριαστής
ἐκφορίζω
ἐκφορικός
ἐκφόριον
ἐκφορόομαι
View word page
ἔκφοβος
affrighted
ShortDef
affrighted
Debugging
Headword:
ἔκφοβος
Headword (normalized):
ἔκφοβος
Headword (normalized/stripped):
εκφοβος
IDX:
28195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28196
Key:
Data
{'content': 'affrighted'}