Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκφλεγματόομαι
ἐκφλέγω
ἐκφλογίζω
ἐκφλόγωσις
ἐκφλοΐζω
ἐκφλύζω
ἐκφλυνδάνω
ἐκφοβέω
ἐκφόβημα
ἐκφόβησις
ἐκφοβητικός
ἐκφόβητρον
ἔκφοβος
ἐκφοινίσσω
ἐκφοιτάω
ἐκφοίτησις
ἐκφορά
ἐκφορέω
ἐκφοριαστής
ἐκφορίζω
ἐκφορικός
View word page
ἐκφοβητικός
terrifying

ShortDef

terrifying

Debugging

Headword:
ἐκφοβητικός
Headword (normalized):
ἐκφοβητικός
Headword (normalized/stripped):
εκφοβητικος
IDX:
28193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28194
Key:

Data

{'content': 'terrifying'}