Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκίς
ἀκίσκλη
ἀκίχητος
ἀκίων
ἀκκίζομαι
ἀκκιπήσιος
ἀκκισμός
ἀκκιστικός
ἀκκώ
ἀκλάρωτος
ἄκλαστος
ἀκλαυστεί
ἄκλαυτος
ἀκλεής
ἀκλεΐα
ἄκλειστος
ἄκλεπτος
ἀκληρέω
ἀκλήρημα
ἀκληρία
ἀκληρονόμητος
View word page
ἄκλαστος
unbroken

ShortDef

unbroken

Debugging

Headword:
ἄκλαστος
Headword (normalized):
ἄκλαστος
Headword (normalized/stripped):
ακλαστος
IDX:
2817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2818
Key:

Data

{'content': 'unbroken'}