Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔκφανσις
ἐκφαντάζομαι
ἐκφαντικός
ἐκφαντορία
ἐκφαντορικός
ἔκφαντος
ἔκφασις
ἐκφατνίζω
ἐκφάτνισμα
ἔκφατος
ἐκφαυλίζω
ἐκφαυλισμός
ἐκφερομυθέω
ἐκφέρω
ἐκφεύγω
ἐκφευκτικός
ἔκφευκτος
ἔκφευξις
ἔκφημι
ἐκφθέγγομαι
ἐκφθείρω
View word page
ἐκφαυλίζω
to depreciate
ShortDef
to depreciate
Debugging
Headword:
ἐκφαυλίζω
Headword (normalized):
ἐκφαυλίζω
Headword (normalized/stripped):
εκφαυλιζω
IDX:
28170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28171
Key:
Data
{'content': 'to depreciate'}