Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτύλωσις
ἐκτυλωτέον
ἐκτυλωτικός
ἐκτυμπάνωσις
ἔκτυπος
ἐκτυπόω
ἐκτύπωμα
ἐκτύπωσις
ἐκτυφλόω
ἐκτύφλωσις
ἔκτυφος
ἐκτυφόω
ἐκτύφω
Ἕκτωρ
ἕκτωρ
ἑκυρά
ἑκυρεύω
ἑκυρή
ἑκυρός
ἐκφαιδρύνω
ἐκφαίνω
View word page
ἔκτυφος
deluding, empty
ShortDef
deluding, empty
Debugging
Headword:
ἔκτυφος
Headword (normalized):
ἔκτυφος
Headword (normalized/stripped):
εκτυφος
IDX:
28145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28146
Key:
Data
{'content': 'deluding, empty'}