Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτρύπησις
ἐκτρυφάω
ἐκτρυχόω
ἐκτρύχω
ἐκτρύω
ἐκτρώγω
ἔκτρωμα
ἐκτρωματιαῖος
ἔκτρωσις
ἐκτρωσμός
ἐκτρωτικός
ἐκτυλίσσω
ἐκτυλόω
ἐκτύλωσις
ἐκτυλωτέον
ἐκτυλωτικός
ἐκτυμπάνωσις
ἔκτυπος
ἐκτυπόω
ἐκτύπωμα
ἐκτύπωσις
View word page
ἐκτρωτικός
abortive
ShortDef
abortive
Debugging
Headword:
ἐκτρωτικός
Headword (normalized):
ἐκτρωτικός
Headword (normalized/stripped):
εκτρωτικος
IDX:
28132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28133
Key:
Data
{'content': 'abortive'}