Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτρυγίζω
ἐκτρυπάω
ἐκτρύπημα
ἐκτρύπησις
ἐκτρυφάω
ἐκτρυχόω
ἐκτρύχω
ἐκτρύω
ἐκτρώγω
ἔκτρωμα
ἐκτρωματιαῖος
ἔκτρωσις
ἐκτρωσμός
ἐκτρωτικός
ἐκτυλίσσω
ἐκτυλόω
ἐκτύλωσις
ἐκτυλωτέον
ἐκτυλωτικός
ἐκτυμπάνωσις
ἔκτυπος
View word page
ἐκτρωματιαῖος
abortive
ShortDef
abortive
Debugging
Headword:
ἐκτρωματιαῖος
Headword (normalized):
ἐκτρωματιαῖος
Headword (normalized/stripped):
εκτρωματιαιος
IDX:
28129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28130
Key:
Data
{'content': 'abortive'}