Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτρυγάω
ἐκτρυγίζω
ἐκτρυπάω
ἐκτρύπημα
ἐκτρύπησις
ἐκτρυφάω
ἐκτρυχόω
ἐκτρύχω
ἐκτρύω
ἐκτρώγω
ἔκτρωμα
ἐκτρωματιαῖος
ἔκτρωσις
ἐκτρωσμός
ἐκτρωτικός
ἐκτυλίσσω
ἐκτυλόω
ἐκτύλωσις
ἐκτυλωτέον
ἐκτυλωτικός
ἐκτυμπάνωσις
View word page
ἔκτρωμα
a child untimely born, an abortion
ShortDef
a child untimely born, an abortion
Debugging
Headword:
ἔκτρωμα
Headword (normalized):
ἔκτρωμα
Headword (normalized/stripped):
εκτρωμα
IDX:
28128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28129
Key:
Data
{'content': 'a child untimely born, an abortion'}