Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτροχάζω
ἐκτρυγάω
ἐκτρυγίζω
ἐκτρυπάω
ἐκτρύπημα
ἐκτρύπησις
ἐκτρυφάω
ἐκτρυχόω
ἐκτρύχω
ἐκτρύω
ἐκτρώγω
ἔκτρωμα
ἐκτρωματιαῖος
ἔκτρωσις
ἐκτρωσμός
ἐκτρωτικός
ἐκτυλίσσω
ἐκτυλόω
ἐκτύλωσις
ἐκτυλωτέον
ἐκτυλωτικός
View word page
ἐκτρώγω
to eat up, devour
ShortDef
to eat up, devour
Debugging
Headword:
ἐκτρώγω
Headword (normalized):
ἐκτρώγω
Headword (normalized/stripped):
εκτρωγω
IDX:
28127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28128
Key:
Data
{'content': 'to eat up, devour'}