Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτροφή
ἔκτροφος
ἐκτροχάζω
ἐκτρυγάω
ἐκτρυγίζω
ἐκτρυπάω
ἐκτρύπημα
ἐκτρύπησις
ἐκτρυφάω
ἐκτρυχόω
ἐκτρύχω
ἐκτρύω
ἐκτρώγω
ἔκτρωμα
ἐκτρωματιαῖος
ἔκτρωσις
ἐκτρωσμός
ἐκτρωτικός
ἐκτυλίσσω
ἐκτυλόω
ἐκτύλωσις
View word page
ἐκτρύχω
wear out, exhaust
ShortDef
wear out, exhaust
Debugging
Headword:
ἐκτρύχω
Headword (normalized):
ἐκτρύχω
Headword (normalized/stripped):
εκτρυχω
IDX:
28125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28126
Key:
Data
{'content': 'wear out, exhaust'}