Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκτροπος
ἐκτροφή
ἔκτροφος
ἐκτροχάζω
ἐκτρυγάω
ἐκτρυγίζω
ἐκτρυπάω
ἐκτρύπημα
ἐκτρύπησις
ἐκτρυφάω
ἐκτρυχόω
ἐκτρύχω
ἐκτρύω
ἐκτρώγω
ἔκτρωμα
ἐκτρωματιαῖος
ἔκτρωσις
ἐκτρωσμός
ἐκτρωτικός
ἐκτυλίσσω
ἐκτυλόω
View word page
ἐκτρυχόω
to wear out, exhaust

ShortDef

to wear out, exhaust

Debugging

Headword:
ἐκτρυχόω
Headword (normalized):
ἐκτρυχόω
Headword (normalized/stripped):
εκτρυχοω
IDX:
28124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28125
Key:

Data

{'content': 'to wear out, exhaust'}