Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκτροπίας
ἐκτρόπιον
ἔκτροπος
ἐκτροφή
ἔκτροφος
ἐκτροχάζω
ἐκτρυγάω
ἐκτρυγίζω
ἐκτρυπάω
ἐκτρύπημα
ἐκτρύπησις
ἐκτρυφάω
ἐκτρυχόω
ἐκτρύχω
ἐκτρύω
ἐκτρώγω
ἔκτρωμα
ἐκτρωματιαῖος
ἔκτρωσις
ἐκτρωσμός
ἐκτρωτικός
View word page
ἐκτρύπησις
boring through

ShortDef

boring through

Debugging

Headword:
ἐκτρύπησις
Headword (normalized):
ἐκτρύπησις
Headword (normalized/stripped):
εκτρυπησις
IDX:
28122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28123
Key:

Data

{'content': 'boring through'}