Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκτρομος
ἐκτροπή
ἐκτροπιάζομαι
ἐκτροπίας
ἐκτρόπιον
ἔκτροπος
ἐκτροφή
ἔκτροφος
ἐκτροχάζω
ἐκτρυγάω
ἐκτρυγίζω
ἐκτρυπάω
ἐκτρύπημα
ἐκτρύπησις
ἐκτρυφάω
ἐκτρυχόω
ἐκτρύχω
ἐκτρύω
ἐκτρώγω
ἔκτρωμα
ἐκτρωματιαῖος
View word page
ἐκτρυγίζω
clear from lees

ShortDef

clear from lees

Debugging

Headword:
ἐκτρυγίζω
Headword (normalized):
ἐκτρυγίζω
Headword (normalized/stripped):
εκτρυγιζω
IDX:
28119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28120
Key:

Data

{'content': 'clear from lees'}