Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔκτριμμα
ἔκτριψις
ἔκτρομος
ἐκτροπή
ἐκτροπιάζομαι
ἐκτροπίας
ἐκτρόπιον
ἔκτροπος
ἐκτροφή
ἔκτροφος
ἐκτροχάζω
ἐκτρυγάω
ἐκτρυγίζω
ἐκτρυπάω
ἐκτρύπημα
ἐκτρύπησις
ἐκτρυφάω
ἐκτρυχόω
ἐκτρύχω
ἐκτρύω
ἐκτρώγω
View word page
ἐκτροχάζω
rush out
ShortDef
rush out
Debugging
Headword:
ἐκτροχάζω
Headword (normalized):
ἐκτροχάζω
Headword (normalized/stripped):
εκτροχαζω
IDX:
28117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28118
Key:
Data
{'content': 'rush out'}