Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκτρίβω
ἔκτριμμα
ἔκτριψις
ἔκτρομος
ἐκτροπή
ἐκτροπιάζομαι
ἐκτροπίας
ἐκτρόπιον
ἔκτροπος
ἐκτροφή
ἔκτροφος
ἐκτροχάζω
ἐκτρυγάω
ἐκτρυγίζω
ἐκτρυπάω
ἐκτρύπημα
ἐκτρύπησις
ἐκτρυφάω
ἐκτρυχόω
ἐκτρύχω
ἐκτρύω
View word page
ἔκτροφος
nursing mother

ShortDef

nursing mother

Debugging

Headword:
ἔκτροφος
Headword (normalized):
ἔκτροφος
Headword (normalized/stripped):
εκτροφος
IDX:
28116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28117
Key:

Data

{'content': 'nursing mother'}