Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκτρησις
ἐκτριαινόω
ἐκτριβή
ἐκτρίβω
ἔκτριμμα
ἔκτριψις
ἔκτρομος
ἐκτροπή
ἐκτροπιάζομαι
ἐκτροπίας
ἐκτρόπιον
ἔκτροπος
ἐκτροφή
ἔκτροφος
ἐκτροχάζω
ἐκτρυγάω
ἐκτρυγίζω
ἐκτρυπάω
ἐκτρύπημα
ἐκτρύπησις
ἐκτρυφάω
View word page
ἐκτρόπιον
everted eyelid

ShortDef

everted eyelid

Debugging

Headword:
ἐκτρόπιον
Headword (normalized):
ἐκτρόπιον
Headword (normalized/stripped):
εκτροπιον
IDX:
28113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28114
Key:

Data

{'content': 'everted eyelid'}