Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔκτρημα
ἔκτρησις
ἐκτριαινόω
ἐκτριβή
ἐκτρίβω
ἔκτριμμα
ἔκτριψις
ἔκτρομος
ἐκτροπή
ἐκτροπιάζομαι
ἐκτροπίας
ἐκτρόπιον
ἔκτροπος
ἐκτροφή
ἔκτροφος
ἐκτροχάζω
ἐκτρυγάω
ἐκτρυγίζω
ἐκτρυπάω
ἐκτρύπημα
ἐκτρύπησις
View word page
ἐκτροπίας
turned
ShortDef
turned
Debugging
Headword:
ἐκτροπίας
Headword (normalized):
ἐκτροπίας
Headword (normalized/stripped):
εκτροπιας
IDX:
28112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28113
Key:
Data
{'content': 'turned'}