Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκτρεψις
ἔκτρημα
ἔκτρησις
ἐκτριαινόω
ἐκτριβή
ἐκτρίβω
ἔκτριμμα
ἔκτριψις
ἔκτρομος
ἐκτροπή
ἐκτροπιάζομαι
ἐκτροπίας
ἐκτρόπιον
ἔκτροπος
ἐκτροφή
ἔκτροφος
ἐκτροχάζω
ἐκτρυγάω
ἐκτρυγίζω
ἐκτρυπάω
ἐκτρύπημα
View word page
ἐκτροπιάζομαι
expel as accursed

ShortDef

expel as accursed

Debugging

Headword:
ἐκτροπιάζομαι
Headword (normalized):
ἐκτροπιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
εκτροπιαζομαι
IDX:
28111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28112
Key:

Data

{'content': 'expel as accursed'}