Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκτρέφω
ἐκτρέχω
ἔκτρεψις
ἔκτρημα
ἔκτρησις
ἐκτριαινόω
ἐκτριβή
ἐκτρίβω
ἔκτριμμα
ἔκτριψις
ἔκτρομος
ἐκτροπή
ἐκτροπιάζομαι
ἐκτροπίας
ἐκτρόπιον
ἔκτροπος
ἐκτροφή
ἔκτροφος
ἐκτροχάζω
ἐκτρυγάω
ἐκτρυγίζω
View word page
ἔκτρομος
trembling

ShortDef

trembling

Debugging

Headword:
ἔκτρομος
Headword (normalized):
ἔκτρομος
Headword (normalized/stripped):
εκτρομος
IDX:
28109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28110
Key:

Data

{'content': 'trembling'}