Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκτραγῳδέω
ἐκτρανόω
ἐκτράπεζος
ἐκτραπελόγαστρος
ἐκτράπελος
ἐκτραχηλίζω
ἐκτραχηλισμός
ἐκτραχύνω
ἐκτρέπω
ἐκτρέφω
ἐκτρέχω
ἔκτρεψις
ἔκτρημα
ἔκτρησις
ἐκτριαινόω
ἐκτριβή
ἐκτρίβω
ἔκτριμμα
ἔκτριψις
ἔκτρομος
ἐκτροπή
View word page
ἐκτρέχω
to run out

ShortDef

to run out

Debugging

Headword:
ἐκτρέχω
Headword (normalized):
ἐκτρέχω
Headword (normalized/stripped):
εκτρεχω
IDX:
28100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28101
Key:

Data

{'content': 'to run out'}