Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἄγανος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγανῶπις
ἀγάνωρ
ἀγάνωτος
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπατός
ἀγαπάω
ἀγάπη
ἀγάπημα
Ἀγαπήνωρ
ἀγαπήνωρ
ἀγάπησις
ἀγαπητέος
View word page
ἀγάνωτος
not enamelled

ShortDef

not enamelled

Debugging

Headword:
ἀγάνωτος
Headword (normalized):
ἀγάνωτος
Headword (normalized/stripped):
αγανωτος
IDX:
280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-281
Key:

Data

{'content': 'not enamelled'}