Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκτοσθε
ἔκτοτε
ἐκτότης
ἐκτραγῳδέω
ἐκτρανόω
ἐκτράπεζος
ἐκτραπελόγαστρος
ἐκτράπελος
ἐκτραχηλίζω
ἐκτραχηλισμός
ἐκτραχύνω
ἐκτρέπω
ἐκτρέφω
ἐκτρέχω
ἔκτρεψις
ἔκτρημα
ἔκτρησις
ἐκτριαινόω
ἐκτριβή
ἐκτρίβω
ἔκτριμμα
View word page
ἐκτραχύνω
to make rough

ShortDef

to make rough

Debugging

Headword:
ἐκτραχύνω
Headword (normalized):
ἐκτραχύνω
Headword (normalized/stripped):
εκτραχυνω
IDX:
28097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28098
Key:

Data

{'content': 'to make rough'}