Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτορμέω
ἐκτορνεύω
ἔκτορνος
ἑκτός
ἐκτός
ἕκτος
ἔκτοσε
ἔκτοσθε
ἔκτοτε
ἐκτότης
ἐκτραγῳδέω
ἐκτρανόω
ἐκτράπεζος
ἐκτραπελόγαστρος
ἐκτράπελος
ἐκτραχηλίζω
ἐκτραχηλισμός
ἐκτραχύνω
ἐκτρέπω
ἐκτρέφω
ἐκτρέχω
View word page
ἐκτραγῳδέω
to deck out in tragic phrase, exaggerate
ShortDef
to deck out in tragic phrase, exaggerate
Debugging
Headword:
ἐκτραγῳδέω
Headword (normalized):
ἐκτραγῳδέω
Headword (normalized/stripped):
εκτραγωδεω
IDX:
28090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28091
Key:
Data
{'content': 'to deck out in tragic phrase, exaggerate'}