Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτοπίζω
ἐκτόπιος
ἐκτόπισις
ἐκτοπισμός
ἐκτοπιστικός
ἔκτοπος
Ἑκτόρεος
ἐκτορεύω
ἐκτορέω
ἐκτορμέω
ἐκτορνεύω
ἔκτορνος
ἑκτός
ἐκτός
ἕκτος
ἔκτοσε
ἔκτοσθε
ἔκτοτε
ἐκτότης
ἐκτραγῳδέω
ἐκτρανόω
View word page
ἐκτορνεύω
carve
ShortDef
carve
Debugging
Headword:
ἐκτορνεύω
Headword (normalized):
ἐκτορνεύω
Headword (normalized/stripped):
εκτορνευω
IDX:
28081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28082
Key:
Data
{'content': 'carve'}