Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτολυπεύω
ἐκτομάζω
ἐκτομάς
ἐκτομεύς
ἐκτομή
ἐκτομίας
ἐκτομίς
ἔκτομον
ἐκτονίζομαι
ἐκτοξεύω
ἐκτοπίζω
ἐκτόπιος
ἐκτόπισις
ἐκτοπισμός
ἐκτοπιστικός
ἔκτοπος
Ἑκτόρεος
ἐκτορεύω
ἐκτορέω
ἐκτορμέω
ἐκτορνεύω
View word page
ἐκτοπίζω
to take oneself from a place, go abroad
ShortDef
to take oneself from a place, go abroad
Debugging
Headword:
ἐκτοπίζω
Headword (normalized):
ἐκτοπίζω
Headword (normalized/stripped):
εκτοπιζω
IDX:
28071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28072
Key:
Data
{'content': 'to take oneself from a place, go abroad'}