Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκινδυνί
ἀκίνδυνος
ἀκινδυνότης
ἀκινδυνώδης
ἀκινησία
ἀκινητέω
ἀκινητί
ἀκίνητος
ἀκίνινος
ἄκιος
ἀκιρός
ἀκίς
ἀκίσκλη
ἀκίχητος
ἀκίων
ἀκκίζομαι
ἀκκιπήσιος
ἀκκισμός
ἀκκιστικός
ἀκκώ
ἀκλάρωτος
View word page
ἀκιρός
weak
ShortDef
weak
Debugging
Headword:
ἀκιρός
Headword (normalized):
ἀκιρός
Headword (normalized/stripped):
ακιρος
IDX:
2806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2807
Key:
Data
{'content': 'weak'}