Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτοιχωρυχέω
ἐκτοκίζω
ἔκτολμος
ἑκτολογέομαι
ἑκτολογία
ἐκτολυπεύω
ἐκτομάζω
ἐκτομάς
ἐκτομεύς
ἐκτομή
ἐκτομίας
ἐκτομίς
ἔκτομον
ἐκτονίζομαι
ἐκτοξεύω
ἐκτοπίζω
ἐκτόπιος
ἐκτόπισις
ἐκτοπισμός
ἐκτοπιστικός
ἔκτοπος
View word page
ἐκτομίας
a eunuch
ShortDef
a eunuch
Debugging
Headword:
ἐκτομίας
Headword (normalized):
ἐκτομίας
Headword (normalized/stripped):
εκτομιας
IDX:
28066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28067
Key:
Data
{'content': 'a eunuch'}