Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔκτμημα
ἔκτμησις
ἐκτμητέον
ἔκτοθεν
ἔκτοθι
ἐκτοιχωρυχέω
ἐκτοκίζω
ἔκτολμος
ἑκτολογέομαι
ἑκτολογία
ἐκτολυπεύω
ἐκτομάζω
ἐκτομάς
ἐκτομεύς
ἐκτομή
ἐκτομίας
ἐκτομίς
ἔκτομον
ἐκτονίζομαι
ἐκτοξεύω
ἐκτοπίζω
View word page
ἐκτολυπεύω
to wind
ShortDef
to wind
Debugging
Headword:
ἐκτολυπεύω
Headword (normalized):
ἐκτολυπεύω
Headword (normalized/stripped):
εκτολυπευω
IDX:
28061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28062
Key:
Data
{'content': 'to wind'}