Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκτίμητρα
ἔκτιμος
ἐκτιναγμός
ἐκτίνακτρον
ἐκτινάσσω
ἐκτίνω
ἐκτιτθεύω
ἐκτιτράω
ἐκτιτρώσκω
ἐκτλάω
ἔκτμημα
ἔκτμησις
ἐκτμητέον
ἔκτοθεν
ἔκτοθι
ἐκτοιχωρυχέω
ἐκτοκίζω
ἔκτολμος
ἑκτολογέομαι
ἑκτολογία
ἐκτολυπεύω
View word page
ἔκτμημα
section, segment

ShortDef

section, segment

Debugging

Headword:
ἔκτμημα
Headword (normalized):
ἔκτμημα
Headword (normalized/stripped):
εκτμημα
IDX:
28051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28052
Key:

Data

{'content': 'section, segment'}