Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκτιθηνέω
ἑκτικεύομαι
ἑκτικός
ἐκτίκτω
ἐκτιλάω
ἐκτίλλω
ἐκτιμάω
ἐκτίμησις
ἐκτίμητρα
ἔκτιμος
ἐκτιναγμός
ἐκτίνακτρον
ἐκτινάσσω
ἐκτίνω
ἐκτιτθεύω
ἐκτιτράω
ἐκτιτρώσκω
ἐκτλάω
ἔκτμημα
ἔκτμησις
ἐκτμητέον
View word page
ἐκτιναγμός
shaking out, violent shaking

ShortDef

shaking out, violent shaking

Debugging

Headword:
ἐκτιναγμός
Headword (normalized):
ἐκτιναγμός
Headword (normalized/stripped):
εκτιναγμος
IDX:
28043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28044
Key:

Data

{'content': 'shaking out, violent shaking'}