Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκτεφρόω
ἐκτέφρωσις
ἐκτεχνάομαι
ἐκτεχνολογέω
ἕκτη
ἐκτήκω
ἑκτημόριοι
ἔκτηξις
ἐκτίθημι
ἐκτιθηνέω
ἑκτικεύομαι
ἑκτικός
ἐκτίκτω
ἐκτιλάω
ἐκτίλλω
ἐκτιμάω
ἐκτίμησις
ἐκτίμητρα
ἔκτιμος
ἐκτιναγμός
ἐκτίνακτρον
View word page
ἑκτικεύομαι
suffer from hectic fever

ShortDef

suffer from hectic fever

Debugging

Headword:
ἑκτικεύομαι
Headword (normalized):
ἑκτικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
εκτικευομαι
IDX:
28034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28035
Key:

Data

{'content': 'suffer from hectic fever'}