Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτελειόω
ἐκτελείωσις
ἐκτελευτάω
ἐκτελέω
ἐκτελής
ἐκτέμνω
ἐκτένεια
ἐκτενής
ἔκτεξις
ἑκτέος
ἐκτεταμένως
ἑκτεύς
ἐκτεύχω
ἐκτεφρόω
ἐκτέφρωσις
ἐκτεχνάομαι
ἐκτεχνολογέω
ἕκτη
ἐκτήκω
ἑκτημόριοι
ἔκτηξις
View word page
ἐκτεταμένως
lengthened
ShortDef
lengthened
Debugging
Headword:
ἐκτεταμένως
Headword (normalized):
ἐκτεταμένως
Headword (normalized/stripped):
εκτεταμενως
IDX:
28021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28022
Key:
Data
{'content': 'lengthened'}