Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκιδώδης
ἀκίθαρις
ἄκικυς
ἀκίναγμα
ἀκινάκης
ἀκινδυνί
ἀκίνδυνος
ἀκινδυνότης
ἀκινδυνώδης
ἀκινησία
ἀκινητέω
ἀκινητί
ἀκίνητος
ἀκίνινος
ἄκιος
ἀκιρός
ἀκίς
ἀκίσκλη
ἀκίχητος
ἀκίων
ἀκκίζομαι
View word page
ἀκινητέω
to be at rest
ShortDef
to be at rest
Debugging
Headword:
ἀκινητέω
Headword (normalized):
ἀκινητέω
Headword (normalized/stripped):
ακινητεω
IDX:
2801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2802
Key:
Data
{'content': 'to be at rest'}