Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκτειχισμός
ἐκτεκμαίρομαι
ἐκτεκνόω
ἐκτεκταίνομαι
ἐκτελέθω
ἐκτελειόω
ἐκτελείωσις
ἐκτελευτάω
ἐκτελέω
ἐκτελής
ἐκτέμνω
ἐκτένεια
ἐκτενής
ἔκτεξις
ἑκτέος
ἐκτεταμένως
ἑκτεύς
ἐκτεύχω
ἐκτεφρόω
ἐκτέφρωσις
ἐκτεχνάομαι
View word page
ἐκτέμνω
to cut out

ShortDef

to cut out

Debugging

Headword:
ἐκτέμνω
Headword (normalized):
ἐκτέμνω
Headword (normalized/stripped):
εκτεμνω
IDX:
28016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28017
Key:

Data

{'content': 'to cut out'}