Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτειχίζω
ἐκτειχισμός
ἐκτεκμαίρομαι
ἐκτεκνόω
ἐκτεκταίνομαι
ἐκτελέθω
ἐκτελειόω
ἐκτελείωσις
ἐκτελευτάω
ἐκτελέω
ἐκτελής
ἐκτέμνω
ἐκτένεια
ἐκτενής
ἔκτεξις
ἑκτέος
ἐκτεταμένως
ἑκτεύς
ἐκτεύχω
ἐκτεφρόω
ἐκτέφρωσις
View word page
ἐκτελής
brought to an end, perfect
ShortDef
brought to an end, perfect
Debugging
Headword:
ἐκτελής
Headword (normalized):
ἐκτελής
Headword (normalized/stripped):
εκτελης
IDX:
28015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28016
Key:
Data
{'content': 'brought to an end, perfect'}