Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκτεισις
ἔκτεισμα
ἐκτειχίζω
ἐκτειχισμός
ἐκτεκμαίρομαι
ἐκτεκνόω
ἐκτεκταίνομαι
ἐκτελέθω
ἐκτελειόω
ἐκτελείωσις
ἐκτελευτάω
ἐκτελέω
ἐκτελής
ἐκτέμνω
ἐκτένεια
ἐκτενής
ἔκτεξις
ἑκτέος
ἐκτεταμένως
ἑκτεύς
ἐκτεύχω
View word page
ἐκτελευτάω
to bring quite to an end, accomplish

ShortDef

to bring quite to an end, accomplish

Debugging

Headword:
ἐκτελευτάω
Headword (normalized):
ἐκτελευτάω
Headword (normalized/stripped):
εκτελευταω
IDX:
28013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28014
Key:

Data

{'content': 'to bring quite to an end, accomplish'}