Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκταφρεύω
ἐκτείνω
ἔκτεισις
ἔκτεισμα
ἐκτειχίζω
ἐκτειχισμός
ἐκτεκμαίρομαι
ἐκτεκνόω
ἐκτεκταίνομαι
ἐκτελέθω
ἐκτελειόω
ἐκτελείωσις
ἐκτελευτάω
ἐκτελέω
ἐκτελής
ἐκτέμνω
ἐκτένεια
ἐκτενής
ἔκτεξις
ἑκτέος
ἐκτεταμένως
View word page
ἐκτελειόω
bring to perfection

ShortDef

bring to perfection

Debugging

Headword:
ἐκτελειόω
Headword (normalized):
ἐκτελειόω
Headword (normalized/stripped):
εκτελειοω
IDX:
28011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28012
Key:

Data

{'content': 'bring to perfection'}