Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκτατός
ἐκταφρεύω
ἐκτείνω
ἔκτεισις
ἔκτεισμα
ἐκτειχίζω
ἐκτειχισμός
ἐκτεκμαίρομαι
ἐκτεκνόω
ἐκτεκταίνομαι
ἐκτελέθω
ἐκτελειόω
ἐκτελείωσις
ἐκτελευτάω
ἐκτελέω
ἐκτελής
ἐκτέμνω
ἐκτένεια
ἐκτενής
ἔκτεξις
ἑκτέος
View word page
ἐκτελέθω
spring from
ShortDef
spring from
Debugging
Headword:
ἐκτελέθω
Headword (normalized):
ἐκτελέθω
Headword (normalized/stripped):
εκτελεθω
IDX:
28010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28011
Key:
Data
{'content': 'spring from'}