Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκτατικός
ἐκτατός
ἐκταφρεύω
ἐκτείνω
ἔκτεισις
ἔκτεισμα
ἐκτειχίζω
ἐκτειχισμός
ἐκτεκμαίρομαι
ἐκτεκνόω
ἐκτεκταίνομαι
ἐκτελέθω
ἐκτελειόω
ἐκτελείωσις
ἐκτελευτάω
ἐκτελέω
ἐκτελής
ἐκτέμνω
ἐκτένεια
ἐκτενής
ἔκτεξις
View word page
ἐκτεκταίνομαι
construct

ShortDef

construct

Debugging

Headword:
ἐκτεκταίνομαι
Headword (normalized):
ἐκτεκταίνομαι
Headword (normalized/stripped):
εκτεκταινομαι
IDX:
28009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28010
Key:

Data

{'content': 'construct'}